αντιμεθέλκω

αντιμεθέλκω
ἀντιμεθέλκω (Α)
τραβώ προς διαφορετική διεύθυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιμεθελκόντων — ἀντιμεθέλκω drag different ways pres part act masc/neut gen pl ἀντιμεθέλκω drag different ways pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμεθελκόμενος — ἀντιμεθέλκω drag different ways pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιμεθελκομέναν — ἀντιμεθελκομένᾱν , ἀντιμεθέλκω drag different ways pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”